- ρωπογράφος
- οζωγράφος μικρών αντικειμένων (νεκρής φύσης), όπως καρπών, κυνηγιού, φαγητών κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… … Dictionary of Greek
ῥωπογράφους — ῥωπογράφος one that paints petty subjects masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
Κνάους, Λούντβιχ — (Ludwig Knaus, Βισμπάντεν 1829 – 1910). Γερμανός ζωγράφος. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην πατρίδα του και αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Σύντομα επιβλήθηκε ως ρωπογράφος αλλά και έξοχος προσωπογράφος. Ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
rhopographer — rhoˈpographer rare 0. [f. Gr. ῥωπογράϕος: see next and graphy.] A painter of still life. in Bailey (fol.) … Useful english dictionary